-
1 συνέντης
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > συνέντης
-
2 αὐθέντης
αὐθέντης, - ουGrammatical information: m.Meaning: `author, perpetrator', also `murderer' (Hdt.).Etymology: The forms αὐτο-έντης (S.) and συνέντης συνεργός H. point to *ἕντης, the full grade of the root in ἁνύω `realize, complete', combined with αὐτός. The root is aniṭ from forms where the laryngeal was lost before vowel, Rikov, Orpheus 4 (1994) 63 - 66. The meaning `murderer' hardly as a euphemism (nor through association with θείνω, s. Fraenkel Nom. ag. 1, 237ff.). - Improbable Kretschmer Glotta 3, 289ff. and 4, 340). - On the later history s. DELG.Page in Frisk: 1,185Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > αὐθέντης
См. также в других словарях:
συνέντης — Α (κατά τον Ησύχ.) «συνεργός». [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + *ἕντης«αυτός που πραγματοποιεί κάτι» (πιθ. από την απαθή βαθμίδα *sen τής ρίζας τού ρ. ἀνύω*), βλ. και λ. αφέντης] … Dictionary of Greek
αφέντης — ο (θηλ. αφέντισσα, αφέντρα, αφεντού, η) (AM αὐθέντης, ο, Μ και άφέντης) άρχοντας, ηγεμόνας, δυνάστης μσν. νεοελλ. 1. (για τον Θεό) κύριος των πάντων, εξουσιαστής 2. κύριος, αφεντικό 3. ιδιοκτήτης, νοικοκύρης 4. πλούσιος, κτηματίας νεοελλ. 1.… … Dictionary of Greek